περιστεριώνα

περιστεριώνα
η, Ν
τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών, περιστερώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού περιστεριώνας με αλλαγή γένους (πρβλ. καλαμιώνα: καλαμιώνας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιστεριώνας — Ιδιότυπο κτίσμα, προοριζόμενο για τη στέγαση μεγάλου αριθμού π. Συναντάται κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και αποτελεί χαρκτηριστική και με μεγάλο ενδιαφέρον μορφή της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Οι περιστεριώνες κατασκευάζονται βασικά από σχιστόλιθο,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”